- μορφοφωνολογία
- ηγλωσσ. όρος που επινοήθηκε από τον Νικολάι Τρουμπετσκόυ το 1931 και καλύπτει, από την προοπτική τού δομισμού, τη μελέτη τών φωνολογικών εναλλαγών οι οποίες συνδέονται με μεταβολές στη μορφολογία (μορφήματα, αλλόμορφα κ.λπ.)ο αμερικανικός δομισμός χρησιμοποίησε (Μπλούμφηλντ) αντιστοίχως τον όρο μορφοφωνηματική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphophonologie (< μορφή + φωνολογία)].
Dictionary of Greek. 2013.